- πυρισχησίφως
- πῠρι-σχησίφως [σῐ], ωτος, ον,A maintaining light by fire, PMag.Par.1.601.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρισχησίφως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σχησι (< ἔχω) + φῶς] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek